- μάλαθρο
- το (AM μάλαθρον)το φυτό φοινίκουλο το κοινό, το μάραθο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μάλαθρο — το είδος φυτού, το μάραθο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαλαθρίτης — ο είδος πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μάλαθρο, κατά τις ονομ. πτηνών σε –ίτης (πρβλ. σπουργίτης)] … Dictionary of Greek